«…ή σαν αυτήν που πίσω της παλάτι αφήνοντας, τη γη την πατρική
ήρθε στη Θήβα με τον πολεμικό τον Αμφιτρύωνα,
η Αλκμήνη, κόρη του Ηλεκτρύωνα που ξεσηκώνει το στρατό για μάχη.
Ήταν αυτή ξεχωριστή στην ομορφιά και το παράστημα στων γυναικών το γένος μέσα. Καμιά τους δεν την έφτανε στο νου απ᾽ όσες γεννηθήκανε από θνητές που με θνητούς πλαγιάσαν.
Απ᾽ το κεφάλι της, από τα κυανά της μάτια έπνεε σαν της πολύχρυσης της Αφροδίτης γλύκα. Μα κι έτσι, μες στην καρδιά τον άντρα της τιμούσε, όσο ποτέ τον άντρα της δεν τίμησε καμιά γυναίκα.
Κι όμως, εκείνος το γενναίο πατέρα της τον σκότωσε νικώντας τον με βία, για κάποια βόδια θυμωμένος. Κι άφησε αυτός την πατρική του γη και πήγε ικέτης στους ασπιδοφόρους τους Καδμείους, στη Θήβα.
Σπίτι είχε εκεί μαζί με τη σεβάσμια γυναίκα του, μα δίχως έρωτα μαζί της ποθητό να κάνει. Τι δεν του έπρεπε στην κλίνη ν᾽ ανεβεί της κόρης του Ηλεκτρύωνα με τους ωραίους τούς αστραγάλους, προτού να εκδικηθεί το θάνατο των αδερφών της, που ᾽χαν καρδιά γενναία, και με φωτιά ολέθρια τις κώμες κατακάψει των Ταφίων και Τηλεβόων ηρώων.
Αυτή τη συμφωνία είχε κάνει κι ήτανε μάρτυρες οι θεοί σ᾽ αυτήν.
Φοβόταν την οργή τους και βιαζόταν όσο πιο γρήγορα το μέγα έργο να εκτελέσει που ο Δίας του ᾽χε ορίσει. Κι αυτόν τον συνοδεύανε, με πόθο για μάχη και για πόλεμο, αρματηλάτες Βοιωτοί που ξεφυσούν επάνω απ᾽ τις ασπίδες τους, Λοκροί που σώμα με σώμα πολεμούν και γενναιόκαρδοι Φωκείς. Τους οδηγούσε του Αλκαίου ο γενναίος γιος, περήφανος για το στρατό του.
Μα ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων, ο Δίας, στο νου του άλλο σχέδιο ύφαινε: πώς δηλαδή να σπείρει γιο, προστάτη απ᾽ το κακό και των θεών και των ανθρώπων που παλεύουν για τη ζήση. Κι όρμησε απ᾽ τον Όλυμπο στο βάθος του μυαλού του δόλο πλέκοντας, ποθώντας έρωτα καλόζωστης γυναίκας, μες στη νύχτα.
Γοργά στο Τυφαόνιο έφτασε. Κι από εκεί στην κορυφή του Φίκιου ανέβηκε ο συνετός ο Δίας.
Κάθισε εκεί και με το νου σχεδίαζε θαυμάσια έργα.
Γιατί την ίδια νύχτα στο κρεβάτι ερωτόσμιξε με του Ηλεκτρύωνα το λυγερόποδο κορίτσι. Κι έτσι τον πόθο του εκπλήρωσε.»
Ἠσιόδου, Ἀσπὶς Ἡρακλέους
Ηρακλής και Νέσσος του Giambologna, 1598, Piazza della Signoria, Florence