Μία συνοπτική παρουσίαση των φυλών της Στέππας, Τουρκικής αλλά και Σλαυικής προέλευσης, στα βόρεια και ανατολικά σύνορα της Αυτοκρατορίας και των επαφών με αυτές, δίνει ο πολυγραφότατος και εξαίρετος καθηγητής κ. Αλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης, της Ιστορίας Μεσαιωνικών και Βυζαντινών Χρόνων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
«Και αυτά λοιπόν όσον αφορά στους Τούρκους, που μόνο ως προς αυτό διαφέρουν με τους Βουλγάρους, ότι δηλαδή οι τελευταίοι έχουν ασπαστεί τη χριστιανική πίστη, έχοντας σταδιακά υιοθετήσει τα Ρωμαϊκά ήθη και έχοντας αποβάλει τον άγριο και νομαδικό χαρακτήρα που τους διέκρινε όταν ήταν άπιστοι. »
γράφει ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος τον 10ο για τις φυλές των Στεππών.
Το κοινό στοιχείο που συνδέει την Αυτοκρατορία με το ανατολικό και το βόρειο σύνορο της, δηλαδή την Εγγύς και τη Μέση Ανατολή αφενός και τη Βαλκανική χερσόνησο αφετέρου, είναι η εκεί διαρκής παρουσία διάφορων μεσαιωνικών τουρκικών φυλών και λαών. Πράγματι, τα ποικίλα τουρκικής προέλευσης φύλα του Μεσαίωνα αποτελούν χωρίς αμφιβολία την εθνότητα, την ομάδα των λαών με την οποία το Βυζάντιο διατήρησε σχεδόν αδιάκοπη επαφή. Κάνοντας εδώ λόγο για «τουρκόφωνους λαούς», γίνεται ως αναφορά στη μεγάλη εκείνη συνομοσπονδία τουρανικών (τουρκικών) φύλων που από τις αρχικές τους κοιτίδες, στην κεντροανατολική ασιατική στέππα, απλώθηκαν δυτικά και — από τους αιώνες 10ο και 11ο — εισέδυσαν στους κόσμους του Ισλάμ και της Χριστιανοσύνης.
Κοινοί φυλετικοί και εθνολογικοί — όχι όμως πάντοτε και γλωσσικοί — πρόγονοι των τουρκόφωνων λαών των μεσαιωνικών χρόνων υπήρξαν οι Ογούζοι Τούρκοι των κεντροασιατικών ορέων, μια προέλευση όμως την οποία δεν φαίνεται να γνωρίζουν οι Βυζάντιοι ιστοριογράφοι και χρονικογράφοι των τριών βασικών ιστορικών περιόδων (πρωτοβυζαντινής, μεσοβυζαντινής, υστεροβυζαντινής). Απ’ όσα γνωρίζουμε, ο τουρκικός τύπος ογούζ (οğuz) πέρασε στην ελληνική γλώσσα — πιθανώς διά μέσου του περσοαραβικού τύπου γουζζ (ghuzz) — ως Ογούζιοι σε μία και μόνο περίπτωση, πολύ μεταγενέστερη, όπως είναι ο ιστοριογράφος του 15ου αιώνα Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, ο οποίος, στα πρώτα στάδια του έργου του «Αποδείξεις Ιστοριών» συνδέει άμεσα τους πρώτους Οθωμανούς με τους νομάδες Ογούζους προγόνους τους που είχαν φτάσει στην Ανατολία από την κεντροασιατική στέππα.
Έτσι, λοιπόν, στο βόρειο σύνορο επιτίθενται στην αυτοκρατορία τα τουρκόφωνα φύλα των Ούννων (4ος-5ος αιώνες), των Αβάρων, των Κοτριγούρων και των Ουτιγούρων, θεωρούμενων ως επιγονικών των Ούννων φύλων (5ος-6ος αιώνες). Από τον 6ο αιώνα, επίσης, επιτίθενται διάφορα ημινομαδικά σλαβόφωνα φύλα αναμειγμένα με τους
τουρκόφωνους πληθυσμούς, κυρίως Αβάρους: πρόκεται για τους γνωστούς στα βυζαντινά κείμενα, αλλά και στη νεότερη έρευνα, «Αβαρο-σλάβους» ή «Σκλαβηνούς». Ακόμα, από τον 5ο ως τον 7ο αιώνα επιτίθενται και οι τουρκόφωνοι Ονόγουροι Βούλγαροι ή Πρωτοβούλγαροι (Παλαιοβούλγαροι), πρόγονοι των Βουλγάρων προ του εκχριστιανισμού και μετέπειτα εκσλαυισμού τους και μετά την ίδρυση του πρώτου βασιλείου τους το 680/681 μ.Χ., που και αυτοί θα καταστούν επικίνδυνος αντίπαλος της Αυτοκρατορίας. Επίσης, στους αιώνες 9ο και 10ο, επιτίθενται τα ωσαύτως τουρκόφωνα φύλα των Ούγγρων (Μαγυάρων), όπως αποκαλούνται στις πηγές τους, ενώ από τον 11ο αιώνα και εξής το βαλκανικό μέτωπο της Αυτοκρατορίας θα πλήξουν οι τουρκόφωνοι Πατζινάκοι ή Πατζινακίται (γνωστοί και ως Πετσενέγγοι), οι Ούζοι και οι Κο(υ)μάνοι, γνωστοί οι τελευταίοι και ως Πολόφτσοι στους Ρώσους, αλλά και ως Κιπτσάκοι στους μουσουλμάνους χρονικογράφους της εποχής (υπενθυμίζουμε εδώ τους περίφημους «πολοφτσιανούς χορούς» από τη θαυμάσια όπερα Πρίγκιπας Ιγκόρ του ρώσου μουσικοσυνθέτη του 19ου αιώνα Αλεξάντρ Μποροντίν, ο οποίος έχει αποθανατίσει μοναδικά αυτό ακριβώς το τουρανικό φύλο κατά τους αγώνες των Ρώσων εναντίον του).
Από τον 12ο αιώνα, η απειλή κατά του βόρειου συνόρου της Ρωμανίας επικεντρώνεται και πάλι στους Ούγγρους, καθώς και στους Βουλγάρους, αν και οι τελευταίοι, εκχριστιανισμένοι και εκσλαβισμένοι πια ήδη από το δεύτερο μισό του 9ου αιώνα, δεν μπορούν πλέον να λογίζονται από τους ερευνητές στα τουρκόφωνα φύλα του ύστερου Μεσαίωνα. Παρόλα αυτά, η συμμετοχή των Κομάνων (όπως επίσης και των λατινόφωνων Βλάχων, δηλαδή των προγόνων των σημερινών Ρουμάνων) στην ίδρυση του δεύτερου βουλγαρικού βασιλείου (της δυναστείας των Ασενιδών) υπήρξε τόσο καθοριστική, ώστε, στην ουσία, να γίνεται λόγος από τους μελετητές για μικτό βουλγαροκομανοβλαχικό κράτος (μετά το 1185/1186 μ.Χ.). Είναι ακριβώς εκείνο το κράτος που έπεσε από τα χτυπήματα των Οθωμανών στα τέλη του 14ου αιώνα.
Από την άλλη πλευρά, στο ανατολικό σύνορο, από τον 4ο έως τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα είχαν μονοπωλήσει τα πρωτεία οι Σασανίδες Πέρσες με την πυρολατρική τους θρησκεία, τον ζωροαστρισμό. Όμως, από τα τέλη της τρίτης δεκαετίας του 7ου αιώνα, αρχίζουν τις επιθέσεις τους τα διάφορα αραβόφωνα μουσουλμανικά φύλα, που λίγο πριν από τα τέλη του ίδιου αυτού αιώνα θα τεθούν υπό την πρώτη αραβική δυναστεία του χαλιφάτου των Ομαϋαδών ή Ομεγιαδών της Δαμασκού (661-749/750).
Στους αιώνες 8ο, 9ο και 10ο, θα λάβουν χώρα οι θαλάσσιες πειρατικές επιδρομές των Αράβων της βόρειας Αφρικής (Ιφρικίγια), της Σικελίας (Σικιλίγια) και της Ιβηρικής χερσονήσου (αλ-Ανταλούς), των γνωστών Ανδαλουσιανών που την περίοδο περίπου 824 έως 960/961 μ.Χ. εγκαθίδρυσαν στην Κρήτη το περιβόητο εμιράτο της «Ικρίτις» (Ikritish). Αυτοί οι τελευταίοι αναφέρονται στις ρωμαϊκές πηγές ως «Σαρακηνοί» και ως «Αγαρηνοί».
Από τον 11ο αιώνα, εποχή που σηματοδοτεί σε γενικές γραμμές την άνοδο των τουρκόφωνων δυναστειών σε βάρος των αραβόφωνων στον ανατολικό κόσμο, εντείνονται οι επιδρομές κατά των ανατολικών περιοχών του Βυζαντίου από μέρους διάφορων τουρκικών φύλων, με κυριότερα ανάμεσα τους εκείνα των Σελτζούκων ή Σελτζουκιδών (που λίγο μετά τα μέσα του 11ου αιώνα στην ουσία είχαν καταστεί επικυρίαρχοι των αββασιδών χαλιφών της Βαγδάτης) (11ος – α’ μισό 13ου αιώνα), των Αρτουκιδών ή Ορτοκιδών (β’ μισό 11ου – α’ μισό 12ου αιώνα), των Ντανισμεντιδών ή Δανισμενδιτών, βασικών αντίζηλων της σελτζουκικής δυναστείας της Μικράς Ασίας ή του «Ρουμ» (τέλη 11ου – α’ μισό 12ου αιώνα), καθώς και των συνοδευόντων κυρίως τους Σελτζούκους ομάδων των τουρκομάνων νομάδων.
Ακόμα, από τα τέλη του 13ου αιώνα, η Αυτοκρατορία θα αντιμετωπίσει πρώτα τις ίδιας ή και μεγαλύτερης σφοδρότητας επιθέσεις των Τουρκομάνων των δυναστειών των διάφορων μικρασιαστικών εμιράτων (ή «μπεϋλικιών»), που υπήρξαν απότοκα της παρακμής του μικρασιατικού σελτζουκικού σουλτανάτου του «Ρουμ», ενώ παράλληλα θα δεχτεί και επιθέσεις από τους Μογγόλους (τους «Τοχάρους» των Βυζάντιων πηγών, που συνήθως ταυτίζονται από τη δυτική ιστοριογραφική επιστήμη — αν και όχι πάντα ορθά — με τους Τα[ρ]τάρους 13ος-14ος), από τους Μαμελούκους της Αιγύπτου (στα αραβικά μαμ-Χούχ σημαίνει «ιδιοκτησία του Χαλίφη», επίσης 13ος-14ος) και από τους μεταγενέστερους Τουρκομάνους της ανατολικής Μικράς Ασίας (14ος-15ος). Αλλά, βέβαια, η σοβαρότερη από τις έως τότε απειλές για την Αυτοκρατορία προήλθε από το ραγδαία αναπτυσσόμενο Οθωμανικό εμιράτο, και ήδη από τον 14ο αιώνα μετεξελισσόμενο σε σουλτανάτο.
O M. Αλέξανδρος (Iskandar) μάχεται τους Ινδούς με σιδερένια άλογα, περσο-μογγολικό Ilkhanid Shahnama, 1330-1340
Βυζαντινό Κράτος και Κοινωνία, Ηροδοτος Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών