Εδά τραπέζι νόμορφο, με καμουχά στρωμένο.
Ο βασιλιάς κι’ ο Μαυριανός κι’ ο Μικροκωσταντϊνος
αντάμα τρώγαν κ’ έπιναν ‘ς του πλάτανου τη ρίζα.
Κι’ αθιβολαίς δεν είχανε κι’ αθιβολαίς εφέραν
απάνω για τοις όμορφαις και για τοις τιμημέναις.
Εκεϊ έφερε κι’ ο Μαυριανός παίνεμα τς αδερφής του.
«Ωσάν το ρόδο τ’ ανοιχτό, το μανουσάκι τάσπρο,
έχω κ’ εγώ μιαν αδερφή, μ’ αλήθεια δεν πλανειέται.«
Κι’ ο βασιλιάς σαν τάκουσε γυρίζει και του λέει:
«Αν την πλανέσω, Μαυριανέ, τι στοίχημα θα χάσης;
-Αν την πλανέσης, βασιλιά, πάρε μου το κεφάλι,
μα πάλι κι’ α δεν πλανεθή τι είναι το στοίχημά σου;
-Βάνω το βασιλίκι μου με τη χρυσή κορώνα.»
Εννιά μουλάρια εφόρτωσε νασήμι και λογάρι,
της Αρετής τα προβοδά με τον επιστολάρη.
«Καλό ‘ς το νιο που τά φερε, να ζήση οπού τα στέλνει,
ο Μαυριανός νά ναι καλά και θα τα ξαντιμέψη.
-Ο ρήγας που σ’ αγάπησε ξαντίμεμα δε θέλει,
μόν’ τά στειλε για να σε ιδή, δυο λόγια να σου κρίνη.
-Άμε, χαιρέτα μού τονε, κι’ όποτε θέλη ας έρθη.«
Άκουσε η κόρη τους σκοπούς, την πονηριά γνωρίζει,
τα χέρια της κάνει σταυρό ‘ς της βάγιας της πηγαίνει.
«Εσύ είσαι βάγια η μάννα μου, εσύ είσαι κ’ η αδερφή μου,
εσύ πρωταξαδέρφη μου, τώρα να με τίμησης.
Έλα, βάγια μου, συ κυρά, κ’ εγώ βάγια δική σου,
έμπα, βάγια, ‘ς την κάμαρη, κ’ εγώ ‘ς το μαγερειό σου,
τα ρούχα μου τα νυφικά εσένα να τα δώσω,
την κλίνη μου τη νυφικιά εσένα να τη στρώσω,
κι’ ό,τι σου κάνει ο βασιλιάς όλα να τα πομείνης,
το χάρισμα του βασιλιά δικό σου ν’ απομείνη.
-Εγώ βάγια γεννήθηκα και βάγια θα πεθάνω,
και βάγια θα τον αρνηστώ τον κόσμο τον απάνω.«
Σταυρό δένει τα χέρια της ‘ς τη δούλα της πηγαίνει.
«Δούλα χρυσή, δούλα αργυρή, δούλα μ’ αγαπημένη,
για βγάλε συ τα ρούχα σου και βάλε τα δικά μου,
και σύρε νύχτα πλάγιασε ‘ς την ιδική μου κλίνη,
βραδύ θενά ρθη ο βασιλιάς να κοιμηθήτε αντάμα.
-Εγώ δούλα γεννήθηκα κι’ ό,τι μου πής θα κάμω,
δω μου κυρά τα ρούχα σου και πάρε τα δικά μου.«
Παίρνει η κυρά τα ρούχα της και βάνει τα δικά της,
της δένει την πλεξούδα της με το μαργαριτάρι,
της βάνει και ‘ς το δάχτυλο νόμορφο δαχτυλίδι,
της στρώνει το κρεβάτι της με τα χρυσά σεντόνια,
και βάνει για προσκέφαλο τάστρα με το φεγγάρι.
«Δούλα κι’ αν είσαι δούλα μου κι’ αν είμαι εγώ δίκη σου,
ό,τι σου κάμη ο βασιλιάς όλα να τα πομείνεις,
κι’ α σου μιλήση μη μιλής κι’ αν κρίνει μην του κρίνης.«
Ακόμη ο λόγος έστεκε κι’ ο βασιλιάς προβαίνει,
με σείσμα και με λύγισμα τη σκάλα νανεβαίνει,
κι’ από το χέρι την αρπά. ‘ς την κάμερα τη βάνει.
Από βραδύς επαίζανε με γέλοια με κανάκια,
και μέσα τα μεσάνυχτα και τοις γλυκαίς αυγίτσαις,
της παίρνει από το δάχτυλο τ’ ώριο το δαχτυλίδι,
κόβει και την πλεξούδα της με το μαργαριτάρι,
και παίρνει τα και βάνει τα ‘ς ολόχρυσο μαντήλι.
Και την αυγή χαρούμενος ‘ς το φόρο κατεβαίνει.
«Γεια σας, χαρά σας, άρχοντες κι’ όλο ταρχοντολόγι.
Πού είν’ τονε αυτός ο Μαυριανός ο πολυπαινεσιάρης,
πόχει την τίμια ναδερφή, π’ αλήθεια δεν πλανειέται;
Εδώ είναι τα σημάδια μου, εδώ κ’ η απόφαση μου.«
Επήρανε το Μαυριανό να παν να τον κρεμάσουν.
«Φέρτε την αδερφούλα μου για την απόφαση μου.«
Μαντάτα πάνε κ’ έρχουνται ‘ς της Αρετής την πόρτα,
‘ς το φόρο για να κατεβή, τι ο Μαυριανός χαλειέται.
Εντύθηκε, στολίστηκε ‘ς το φόρο κατεβαίνει.
Χίλιοι κρατούν το φόρεμα, χίλιοι τον καμουχά της,
τριακόσιοι το μαγνάδι της, να μην την κάψη ο ήλιος.
«Γεια σας, χαρά σας, άρχοντες κι’ όλο ταρχοντολόγι.
Αυτόνε με τα κόκκινα ποτέ μου δεν τον είδα.
-Δε μ’ είδες, δε με γνώρισες, μια χιλιοπομπεμένη,
που ψες εβραδιαστήκαμε ‘ς ένα προσκεφαλάδι;
Από βραδύς επαίζαμε με γέλοια με κανάκια,
και μέσα τα μεσάνυχτα και τοις γλυκειαίς αυγίτσαις,
της κόβω την πλεξούδα της με το μαργαριτάρι,
της παίρνω από το δάχτυλο τ’ ώριο το δαχτυλίδι.«
Σειέται λυγειέται η λυγερή, γεμίζει η γης λουλούδια.
«Ποιανής λείπει η πλεξούδα της με το μαργαριτάρι;»
Και πάλι ματασείστηκε, γεμίζει η γης ζαφείρια.
«Για ιδέτε σεις οι άρχοντες κι’ όλο ταρχοντολόγι,
λείπει το δαχτυλίδι μου και τα σγουρά μαλλιά μου,
ή λείπει από τα μάγουλα η ροδοκοκκινάδα;
ετότες να τον πνίξετε το Μαυριανό ‘ς τη φούρκα,
κ’ εμέ τρίδιπλη βάλετε εις το λαιμό καδένα.
Μα σένα δε σου πρέπει πιο νά χης το βασιλίκι.
Με τη δουλεύτρα μου έπεσες και δούλος μου λογάσαι,
και πάρε το μουλάρι μας να πάς να φέρης ξύλα.»
«Τοῦ Μαυριανοῦ κ’ τῆς ἀδελφῆς του»
Άνω: John William Waterhouse: A Tale from the Decameron, 1916
To original βέβαια είναι πολλούς αιώνες πριν σε άλλα tempora και mores.
Τον καιρό που ο Διογένης ο Κυνικός ζούσε στην Κόρινθο, μεσουρανούσε εκεί η περίφημη εταίρα Λαΐς η Κορινθία. Ήταν τόσο όμορφη που κατά τον Προπέρτιο
«όλη η Ελλάδα έλιωνε από πόθο μπροστά στην πόρτα της»
ενώ ο Αρισταίνετος γράφει πως «τα στήθια της ήταν σαν κυδώνια»
και κατά τον Αθήναιο πολλοί ζωγράφοι την είχαν ως πρότυπο. Δεν ήταν όμως μόνο πανέμορφη. Ήταν πολύ μορφωμένη, καλλιεργημένη, και πάμπλουτη. Φυσικά είχε σχέσεις με τους επιφανέστερους και πλουσιώτερους Έλληνες, που συνέρρεαν στην Κόρινθο για να τη γνωρίσουν.
Ο Διογένης στην αρχή δεν έδινε καμιά σημασία στη Λαΐδα και όταν κάποιος φίλος του τον ρώτησε γιατί δεν την επισκέπτεται, αυτός απάντησε,
«οὖκ ὠνέομαι ἑγώ δεκακισχιλίων μίαν μεταμέλιαν»
δηλαδή δεν αγοράζω με δέκα χιλιάδες δραχμές κάτι για το οποίο θα μετανοιώσω.
Η Λαΐς, μαθαίνοντας το περιστατικό, πειράχτηκε και αποφάσισε να τιμωρήσει τον φιλόσοφο που καταφρονούσε τη γοητεία της. Κατάφερε να τον πλησιάσει και του υποσχέθηκε μιαν ερωτική νύχτα μαζί της, δωρεάν. Ο Διογένης, τι είχε να χάσει, συμφώνησε. Η Λαΐς όμως τον υποδέχτηκε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και στη θέση της βρισκόταν μια κακάσχημη υπηρέτριά της, από την οποία τελικά ο φιλόσοφος δέχτηκε τις θωπείες που του υποσχέθηκε η Λαΐς. Το άλλο πρωί διαπίστωσε το πάθημά του, το οποίο η εταίρα φρόντισε να το μάθει όλη η Κόρινθος. Ο Διογένης όμως απτόητος της ανταπέδωσε, λέγοντας,
«Λύχνου σβεσθέντος πᾶσα γυνή Λαΐς.»
To δεκαήμερο του Βοκκακίου, Accademia Carrara, Bergamo
«Τό στοίχημα περί τῆς δοκιμασίας τῆς αρετής γυναικός καί τῆς ἀδίκου δυσφημήσεως αυτῆς ἔχουν ὑπόθεσιν παραμύθια καί ἄσματα πολλῶν λαῶν, καί πολλαί ὑπάρχουν λογοτεχνικαί διασκευαί αυτῆς, τών ὀποίων ὀνομαστότεραι εἶναι αἰ τοῦ Βοκακίου ἐν τῇ Δεκαημέρῳ καί τοῦ Σαίξπηρ»
Μυριόβιβλος http://www.myriobiblos.gr/afieromata/dimotiko/txt_paraloges_next.html