«Η πόλη είναι χωρισμένη σε δύο μέρη· γιατί στη μέση τρέχει και τη χωρίζει ένας ποταμός που το όνομά του είναι Ευφράτης. Έρχεται από τους Αρμενίους —όντας μεγάλος, βαθύς και γρήγορος— και χύνεται στην Ερυθρά θάλασσα. Το τείχος λοιπόν κι από τα δύο αυτά μέρη προχωρεί με τους αγκώνες του και φτάνει ώς μες στον ποταμό· ύστερα κάμπτεται και, προχωρώντας παράλληλα προς τις όχθες του ποταμού, φτάνει ώς την άλλην άκρη με τοίχο καμωμένο από ψημένα πλιθιά.
Η πόλη αυτή της Βαβυλώνας είναι γεμάτη από σπίτια τριώροφα και τετραώροφα, και τη διασχίζουν ίσια χαραγμένοι δρόμοι — και οι άλλοι κι εκείνοι που είναι κάθετοι και οδηγούν προς το ποτάμι. Σε καθένα λοιπόν από αυτούς τους τελευταίους δρόμους αντιστοιχεί (στον τοίχο που είναι χτισμένος κατά μήκος του ποταμού) μια μικρότερη πύλη — όσοι οι κάθετοι δρόμοι τόσες κι οι πύλες. Ήσαν κι αυτές χάλκινες και έβγαζαν επίσης στο ποτάμι.
»Το πιο σοφό έθιμο των Βαβυλωνίων, κατά τη γνώμη μας, είναι αυτό, που, όπως μαθαίνω, το έχουν και οι ιλλυρικής καταγωγής Ενετοί· σε κάθε συνοικισμό, μια φορά το χρόνο, γινόταν το εξής:
Όταν έφθαναν οι κοπέλες κάθε φορά σε ώρα γάμου, όλες αυτές τις συγκέντρωναν και τις έβαζαν όλες μαζί σ᾽ ένα ορισμένο μέρος, ενώ γύρω τους στέκονταν μαζεμένοι οι άνδρες. Τότε ένας κήρυκας τις σήκωνε μία προς μία και τις πουλούσε — πρώτα την πιο όμορφη απ᾽ όλες, κι ύστερα, όταν αυτή είχε πουληθεί και είχε πιάσει πολύ χρυσάφι, φώναζε για τη δεύτερη, που έμοιαζε να είναι η ομορφότερη ύστερα από την πρώτη. Τις πουλούσε όμως στους άνδρες με τον όρο να τις παντρευτούν.
Όσοι λοιπόν υποψήφιοι γαμπροί από τους Βαβυλώνιους ήσαν πλούσιοι, συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλο στην προσφορά και αγόραζαν τις πιο ωραίες· όσοι πάλι υποψήφιοι ήταν από τους ανθρώπους του λαού, ε αυτοί δε νοιάζονταν για ξεχωριστή ομορφιά, και έτσι έπαιρναν τις πιο άσχημες κοπέλες, μαζί όμως και λεφτά. Γιατί, όταν ο κήρυκας τέλειωνε με τη σειρά πουλώντας τις πιο όμορφες κοπέλες, τότε σήκωνε την πιο άσχημη ή αν καμιά τύχαινε ανάμεσά τους να είναι σακάτισσα, και γι᾽ αυτήν τώρα φώναζε ποιός θα ήθελε να την κάνει γυναίκα του παίρνοντας για αμοιβή ένα ελάχιστο χρηματικό ποσό· κι όποιος δεχόταν τη μικρότερη τιμή, σε κείνον κατακυρωνόταν η κοπέλα. Όσο για τα χρήματα, αυτά μαζεύονταν από τις όμορφες κοπέλες· και με τον τρόπο αυτόν οι όμορφες κοπέλες προίκιζαν τις άσχημες.»
Ἠρόδοτος, Κλειῶ
Βαβυλῶν, από το Ακκαδικό Bāb-ilim που σημαίνει «πύλη των θεών«.
Edwin Long, The Babylonian Marriage Market, 1875