«Θυμίσου, έχεις σταλεί στην Επαρχία της Αχαΐας, την πρωταρχική Ελλάδα, όπου πιστεύται ότι έχει ανακαλυφθεί ο πολιτισμός, τα γράμματα, ακόμα και η καλλιέργεια της γης και ότι έχεις σταλεί να βάλεις τάξη σε ελεύθερες πόλεις, σε αυτούς που είναι ελεύθεροι άνθρωποι με όλη την έννοια της λέξης: που διατήρησαν χάρις την αρετή τους, τις καλές τους πράξεις και εν τέλει λόγω θρησκείας και συμφωνιών, δικαιώματα που τους δώθηκαν εκ φύσεως.»
γράφει ο Πλίνιος ο νεώτερος προς τον Κάσσιο Μάξιμο, καθ’ οδόν να αναλάβει τα καθήκοντά του το 115 μ.Χ ως Έπαρχος Αχαϊας (της νοτίου Ελλάδος).
Αυτό το χωρίο και άλλα, συμπεριλαμβάνονται στην επιχειρηματολογία της εργασίας της Φιλολογικής Εταιρείας του Πανεπιστημίου του Cambridge: Becoming Roman, staying Greek: Culture, Identity and Civilizing Process in the Roman East, 1994. Που φυσικά πραγματεύται κατά πόσον οι Έλληνες ήταν μέρος μίας «ρωμαιοποίησης» και τί είδους και μέτρου ήταν αυτή. Επίσης αποτελεί μέρος της οπτικής και πρακτικής των Ρωμαίων για τους Ελληνές υπηκόους της Αυτοκρατορίας – το πρώτο που αναλύεται στην εργασία για τη σχέση Ρωμαίων και Ελλήνων. Το δεύτερο που αναλύεται είναι η αντίληψη της ταυτότητας από τους ίδιους τους Ελλήνες και πώς λειτουργησε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Όπως γίνεται προφανές οι Ρωμαίοι είχαν μία ιδαίτερη σχέση με τους Έλληνες. Δεν ήταν σαν τους κατοίκους των Επαρχιών της Δύσης, όπου τα έργα του πολιτισμού των Ρωμαίων γίνονταν καθ΄ολοκληρίαν και αγόγγυστα αποδεκτά ως πρωτόλεια, αλλά φορείς πολιτιστικών στοιχείων που και ίδιοι οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούν για να κτίσουν τις ιδιαίτερες βελτιώσεις και καινοτομίες τους. Ως εκ τούτου δεν υπάρχουν πολλά Ρωμαϊκά Αμφιθέατρα στην Ανατολή – τα οποία στη Δύση μαζί με τα Λουτρά ήταν η επιτομή τη ρωμαϊκότητας – καθώς οι δημόσιες τελετές ετελούντο στα Ελληνικά Θέατρα. Οι πολιτισμικές παραδόσεις έδιναν την ελευθερία στους Έλληνες να διατηρήσουν τη πλειοψηφία των θεσμών τους, με τους Ρωμαίους να παρεμβαίνουν εκεί που θεωρούσαν ότι οι δικές τους αρχές παραβιάζονται: κυρίως στην υψηλή πολιτική διοίκηση και την οικονομική διαχείριση.
Καθώς ήταν ελάχιστες οι σημαντικές παροικίες Ρωμαίων στον Ελλαδικό και την Ανατολή, οι Αυτοκράτορες δεν θεώρησαν ότι χρειαζόταν κάποια νομολογία μιμούμενη την λατινική για αυτές. Αλλά στηρίχθηκαν στην Ελληνική παράδοση, κατανοώντας ότι οι δικοί τους legge και iuris βασίζονταν στους Ελληνικούς. Οι πολεις που θα χτίσει ο Πομπήϊος δεν διέφεραν πολύ από αυτές των Επιγόνων του Αλεξάνδρου και οι περισσότεροι θεσμοί, όπως τα ελληνικά νομίσματα, παρέμειναν σε ισχύ εκεί για αιώνες ακόμα.
Το ενδιαφέρον των Ρωμαίων ήταν περισσότερο στις προσαρμογές και διορθώσεις σύμφωνα με το αδρό Ρωμαϊκό μοντέλο και η αποκομιδή των φόρων. Πάνω από όλα η Republica και η Σύγκλητος. Θεωρούσαν ότι η Δημοκρατία των Ελλήνων έδινε πολλά δικαιώματα στους πληβείους. Οπότε ενίσχυσαν τις ντόπιες ελληνικές ολιγαρχίες και τις μεγάλες κτηματικές περιουσίες στον Ελλαδικό, με μορφές τοπικών Συμβουλίων και Γερουσίας. Προσπάθησαν επίσης να βελτιστοποιήσουν την υπάρχουσα κρατική οικονομική διαχείριση. Για παράδειγμα, στην Επαρχία της Βιθυνίας, στην Έφεσο, επέβαλλαν περιορισμό στη διαχείρiση των οικονομικών του ναού της Αρτέμιδος συνδέοντάς τον με την τοπική οικονομική διοίκηση. Απαγόρευσαν τόσο τους ιερούς σκλάβους όσο και την εκτεταμένη πώληση του ιερατικού αξιώματος. Επίσης εγκαθίδρυσαν τελετές, δημόσιες, με κοινή συμμετοχή των τοπικών ναών και των διοικητικών λειτουργών.
Οι Έλληνες αντιμετώπισαν αρχικά αυτές τις αλλαγές ως παρεμβατισμό στα εν δήμω και αλλαγή από τη Δημοκρατία στην Ολιγαρχία. Αλλά πόσο τους επηρρέασαν, πόσο αυτά και άλλα τους έκαναν να αισθάνονται Ρωμαίοι;
[συνεχίζεται]
Απόλλων κιθαρωδός, 2ος μ.Χ, ρωμαϊκό αντίγραφο του ελληνιστικού