«Στις μακρυνές του κόσμου φτάσαμε άκρες· στη χώρα των Σκυθών», λέει ο Αισχύλος δια στόματος Κράτους στον Προμηθέα Δεσμώτη. Οι επαφές των Ελλήνων με την χώρα στην άκρη του Ευξείνου Πόντου, τη μυθική Κολχίδα, χρονολογούνται από την εποχή πριν τον Τρωϊκό, από τον Ιάσωνα και το Χρυσόμαλλο Δέρας.
«Κολχίς» ήταν η χώρα των Κολχιτών, από το πρωτό-Κιρκάσιο qolche που σημαίνει «ορεινή χώρα». Ο Στράβων αναφέρει και τους Γαργαρείς στην περιοχή. Κατά την παράδοση οι Γαργαρείς συνευρίσκοντο κάθε Άνοιξη με τις Αμαζόνες, που κατοικούσαν στην κοντινή περιοχή: «τεκνοποιῖας χάριν, ἀφανῶς τε καί ἐν σκότει ὁ τυχῶν τῇ τυχούσῃ».
Τα παιδιά που γεννιούνταν από τις συναντήσεις αυτές, αν ήταν κορίτσια τα κρατούσαν οι Αμαζόνες, ενώ αν ήταν αγόρια τα έδιναν στους Γαργαρείς. Το όνομα προέρχεται από το Γεωργιανό «gargar«, που σημαίνει βερύκοκο. Ως γνωστόν τα βερύκοκα εισήχθησαν στην Ελλάδα από τις εκστρατείες του Μ. Αλεξάνδρου.
Όσο για τις Αμαζόνες, οι Αρχαίοι θεωρούσαν ότι ήταν οι πρώτες που χρησιμοποίησαν όπλα από σίδηρο όπως η σάγαρις, πέλεκυς. O Ξενοφών στην Κύρου Ανάβαση όταν είχαν φτάσει κοντά στην Ποντική αναφέρει:
«πορευθεὶς δὲ τὰ μὲν πυρὰ οὐκ ἔφη ἰδεῖν, ἄνδρα δὲ συλλαβὼν ἧκεν ἄγων ἔχοντα τόξον Περσικὸν καὶ φαρέτραν καὶ σάγαριν οἵανπερ καὶ αἱ Ἀμαζόνες ἔχουσιν.»
Ο κυρίαρχος Καύκασος στο χωριό Mestia της Γεωργίας