Ἀπό το 17ο αιώνα ο έπαινος για τον Σαίξπηρ έχει συχνά συνδέσει το όνομά του με τα ονόματα του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη. Στοιχεία ότι διάβασε ή επηρεάστηκε από τα έργα τους δεν έχουν βρεθεί. Ωστόσο, η διαίσθηση ότι η πιθανή σύνδεση είναι σημαντική έχει αντέξει στο χρόνο και το ενδιαφέρον σχετικά με αυτή την πιθανότητα δεν έχει εξαφανιστεί ποτέ.
Υπάρχουν μεγάλες συλλογές σαιξπηρικών στίχων που φαίνεται να ηχούν στίχους από ελληνικές τραγωδίες που έχουν σωθεί, αλλά δεν είναι πειστικές. Από τη δεκαετία του 1980 έχουν τεθεί πιο σύνθετα επιχειρήματα, το καλύτερο από τα οποία περιλαμβάνει προσεκτική εξέταση των περίπλοκων στοιχείων σχετικά με συγκεκριμένα έργα (κυρίως τον Άμλετ). Μία σημαντική πρόσφατη συλλογιστική αφορά την επιρροή της ελληνικής τραγωδίας μέσα από την καθοριστική επίδρασή της στον Πλούταρχο, τον οποίο γνωρίζουμε ότι ο Σαίξπηρ διάβασε προσεκτικά. Ο Πλούταρχος χρησιμοποιεί άμεσα σε δικά του έργα αποσπάσματα από την ελληνική τραγωδία, ενώ άλλα κείμενα δημοσιευμένα στην εποχή του Σαίξπηρ περιέχουν εκτενή αποσπάσματα από αρχαία ελληνικά θεατρικά έργα (συμπεριλαμβανομένων πολλών έργων που δεν ανήκουν στα 33 έργα που περιλαμβάνει ο σύγχρονος λογοτεχνικός κανόνας). Αυτό είναι ένα μεγάλο σώμα αποδεικτικών στοιχείων που ακόμη δεν έχουν συλλεχθεί και μελετηθεί πλήρως, αλλά υποδηλώνει παραπέρα δυνατότητες για την άμεση επιρροή της ελληνική τραγικής ποίησης στην αγγλική Αναγεννησιακή λογοτεχνία γενικότερα.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Πλούταρχο (Πελοπίδας, ΧΧΧΙΧ, 5), καθώς ο τύραννος των Φερών Αλέξανδρος (369-358 π.Χ.), γνωστός για την σκληρότητα και τα εγκλήματά του κατά των πολιτών, παρακολουθούσε κάποτε (στο αρχαίο θέατρο της πόλης) την παράσταση της τραγωδίας Τρωάδες, του Ευριπίδη, σηκώθηκε ξαφνικά και έφυγε από το θέατρο, στέλνοντας, ωστόσο,
«να πουν στον τραγωδό να έχει θάρρος και να συνεχίσει εξίσου καλά την παράσταση χωρίς να επηρεαστεί από το γεγονός, γιατί δεν έφευγε επειδή τον περιφρονούσε, αλλά επειδή ντρεπόταν τους πολίτες, μήπως τον έβλεπαν, εκείνον που ποτέ δεν έδειξε έλεος για κανέναν απ’ όσους είχε σκοτώσει, να δακρύζει για τις συμφορές τής Εκάβης και της Ανδρομάχης».
Και δεν μπορεί, βέβαια, να είναι τυχαίο το γεγονός τής επιλογής από τον Σαίξπηρ να παρουσιαστεί, νωρίτερα στο κείμενο του Άμλετ (κατά την άφιξη του περιοδεύοντος θιάσου στο παλάτι τής Ελσινόρης), η Εκάβη, η αρχετυπική μορφή τού πάσχοντος ανθρώπου, αλλά και ηγετική μορφή των Τρωάδων (της τραγωδίας την οποία παρακολουθούσε ο τύραννος των Φερών στον πλουταρχικό Βίο και η οποία, πιθανότατα, ανασύρθηκε στην μνήμη τού Άγγλου δραματουργού σε συνδυασμό με την αντίδραση του τυράννου εξαιτίας τής παράστασης στο θέατρο των Φερών, αν και ο Σαίξπηρ είχε περισσότερους από έναν λόγους να τονίσει, και, μάλιστα, να υπερτονίσει, τον θρήνο τής Εκάβης, ιδιαίτερα το σημείο όπου θρηνεί για τον σκοτωμένο σύζυγό της), αφού εκείνη η ερμηνεία, από τον έντονα φορτισμένο συναισθηματικά ηθοποιό τού θιάσου, οδηγεί, τελικά, τον Άμλετ στο να αναρωτηθεί, μεμφόμενος με οργή τον εαυτό του (ΙΙ, ii):
«Ω τι τιποτένιος, τι χαμένο κορμί που είμαι!/ Δεν είναι τερατώδες, αυτός ο θεατρίνος/ για μια φαντασία μονάχα, για ένα αίσθημα φανταστικό,/ μπόρεσε τόσο να υποτάξει την ψυχή του, στην ίδια του τη σκέψη,/ […]/ Τι είναι γι’ αυτόν η Εκάβη, ή αυτός για την Εκάβη,/ ώστε να κλαίει γι’ αυτή; Τι θα ’κανε αν είχε/ την αιτία και το λόγο τού πόνου που νιώθω εγώ;». Πολύ σύντομα, ο οργισμένος εναντίον τής ίδιας του τής απραξίας ήρωας φωτίζεται από μιαν ιδέα: «[…] Μυαλό μου αγρύπνα! Έχω ακουστά/ πως κακούργοι παρακολουθώντας θεατρική παράσταση,/ τόσο, από τη δύναμη και μόνο τού έργου,/ επηρεάστηκε η ψυχή τους, που εκεί αμέσως/ διαλάλησαν δημόσια τα εγκλήματά τους».
Alfonse Mucha, Hamlet, 1899, για την παράσταση της Sarah Bernhardt
Έγκλημα και Τέχνη: Τι γνώριζε ο Άμλετ από τον Πλούταρχο;
Ο Σαίξπηρ και η ελληνική τραγωδία