Η Άννα Κομνηνή αναφέρει πως, τον 11ο, ο μαθητής του Ψελλού Ιωάννης ο Ιταλός ήταν «προκαθήµενος φιλοσοφίας ἀπάσης» και συνέρρεαν κοντά του νέοι για να σπουδάσουν τα «δόγµατα» του Πρόκλου, του Πλάτωνα, των φιλοσόφων Πορφυρίου και Ιαµβλίχου καθώς και «τάς Ἀριστοτέλους τέχνας».
Κάτι αδιανόητο 2-3 αιώνες πρίν, όπου ο λόγιος Κωνσταντίνος ο Σικελιώτης κατηγορούσε τον δάσκαλό του Λέοντα τον Μαθηματικό, ότι διδάσκοντας τη θύραθεν σοφία έχασε τη
χριστιανική ψυχή του και έγινε πολυθεϊστής· τον αποκαλεί μάλιστα και «κακή κεφαλή», και τον προτρέπει να κατέβει στον Άδη και εκεί να καίγεται μαζί με όλους τους άλλους οπαδούς των αρχαίων αστρονόμων, μαθηματικών και φιλοσόφων. Ευτυχώς οι υπόλοιποι λόγιοι είχαν άλλη άποψη αναφωνώντας τον Λέοντα «ἐκλεκτό τῶν Μουσῶν».
Παραταύτα «επικίνδυνα» κείμενα ήταν στη διάθεση μόνο των λογίων των ιδρυμάτων της Ανώτατης εκπαιδευσης της Ρωμανίας, οι οποίοι όπως προτάσει η ἐν Τρούλλῳ Σύνοδος του 692 «εκείνοι που παρακολουθούν την πολιτική δικονοµία δεν πρέπει να πηγαίνουν στο θέατρο ή να επιδίδονται σε αθλητικές ασκήσεις ή να φορούν εξεζητηµένα ρούχα».
Αναμφισβήτητα η δημοσιοποίηση πλήρους της «θύραθεν» Ελληνικής Γραμματείας τον 11ο οφείλεται στον Ψελλό. Ο αγαπημένος του φιλόσοφος ήταν ο Πρόκλος και στην σχολή Φιλοσοφίας που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Μονομάχος το 1045 ήταν ο ίδιος προκαθήμενος.
Η σχολή της Φιλοσοφίας ονομαζόταν «Γυμνάσιον» και στεγάστηκε στην εκκλησία του Αγ. Πέτρου. Ο Μιχαήλ Ψελλός έφερε το τίτλο «ύπατος των φιλοσόφων». Είχε δύο καθηγητικές έδρες, μια της φιλοσοφίας με επικεφαλής τον Ψελλό και μια της γραμματικής με επικεφαλής το Νικήτα Βυζάντιο, μαθητή του Ψελλού. Τη διδασκαλία της ρητορικής ανέλαβε ο ίδιος ο Ψελλός. Το πρόγραμμα διδασκαλίας διαμορφώθηκε σύμφωνα με το trivium και το quadrivium.
Το πρώτο στάδιο αποτέλεσαν τα μαθήματα της γραμματικής, της ρητορικής και της
διαλεκτικής, το ανώτερο της αριθμητικής, γεωμετρίας, μουσικής και αστρονομίας,
ενώ η φιλοσοφία θεωρήθηκε η σύνθεση όλων των επιστημών. Το μάθημα των
γραμμάτικων περιελάμβανε το σύνολο των γλωσσολογικών μελετών, την
ορθογραφία, τη σημαντική, τη φωνητική, το συντακτικό, τη φιλολογική, ιστορική και
αναλυτική ερμηνεία των αρχαίων συγγραφέων (ποιητών κατά πρώτο λόγο, πεζογράφων κατά δεύτερο).
Η είσοδος στο Πανεπιστήμιο ήταν ελεύθερη, χωρίς δίδακτρα για όσους ήταν
ικανοί. Απο το 1150 περίπου και μετά η σημαντική θέση του κοσμήτορα της Νομικής
σχολής γενικά κατεχόταν από κληρικό που ανήκε στο ναό της Αγ. Σοφίας. Ο
τελευταίος σπουδαίος νομοφύλακας ήταν ο Αρμενόπουλος, 14ος, που άρχισε
να σπουδάζει νομικά στα δεκαέξι του χρόνια και να διδάσκει απο το εικοστό δεύτερο
έτος της ηλικίας του.
Αποτελεί πλεονασμό να ειπωθεί ότι η παράδοση συνεχίστηκε και διδασκαλία γινόταν στα Ελληνικά. Οι αναφορές των λογίων στη γλώσσα είναι ως έχει: Ελληνικά. Σχεδόν πουθενά εντός της Ρωμανίας δεν αναφέρεται η γλώσσα αλλιώς. Rumaja, επί παραδείγματι, ή γλώσσα των Ρωμαίων αναφέρεται εξωγενώς. Στην «Ῥωμαϊκή Ἱστορία» του ο Νικηφόρος Γρηγοράς το 1350 όπου αναφέρεται φυσικά στη Βασιλεία των Ρωμαίων μέχρι τις μέρες του, κάνει πληθώρα αναφορών στους Ελληνες· με την εθνοτική κατά πλειοψηφία έννοια παρά την θρησκευτική. Για το τελευταίο χρησιμοποποιείται ο όρος «Ἑλληνική πολυθεϊα» αντί των απαίδευτων «ειδωλολάτρες», «παγανιστές» που οι Βυζάντιοι λόγιοι έχουν εγκταλείψει προ καιρού. Η γλώσσα είναι εκλεπτυσμένη, το στυλ καλαίσθητο, όπως αναφέρει ίδιος στην «Ἑλληνική», «ἐν Ἑλλάδι φωνῆ» ή «Ἑλλάς φωνῆ».
«οἱ μαθηταί», «οἱ Φιλόσοφοι», Madrid Skylitzes, 12ος
Η Παιδεία, οι Επιστήµες και οι Επιστήµονες στο Βυζάντιο κατά την Μεσοβυζαντινή περίοδο, Γιαννάκης Παναγιώτης