«Καί ὁ πρῶτος καπετάνιος, ὁ ’Ιωάννης ὁ Γιουστινᾶς, έστεκέτονε ἀνδρείως είς τόν τόπον του μέ τούς ἄλλους. Καί ὁ βασιλεύ τούς ἀνάγκαζε καί τούς ἔλεγε· «Σταθῆτε, παιδία μου, ὡσάν ἄνδρες». Καί ἄλλοι ἐφέρνασι βοήθειαν είς τούς πολεμιστᾶδες.
Καί ἡ κακή τύχη ἠθέλησε καί ἐλαβώθη ὁ καπετάνιος Γιουστουνιᾶς μέ μία σαϊττέα είς τά σαγόνια, καί ἔτρεχε τό αἶμας εἰσέ ὅλο τοὑ τό κορμί. Καί ἐσκιάχτη νά μήν ἀποθάνη, καί δέν έμίλησε λόγον νά βάλῃ ἄλλον είς τόν τόπο του, μόνε ἄφησε τόν πόλεμον καί ἔφυγε κρυφά διά νά μήν τζακιστοῦνε οἱ συντρόφοι του. Καί ἐμπήκανε οἱ ἐχθροί μέσα, ὁπού ἂν ἤθελε ἀφήσει ἄλλον είς τόν τόπο του, δέν ἤθέλανε ἐμπῆ οί ἐχθροί, καί ἤθελε κρατεῖ τόν πόλεμον καί δέν ἠθέλα χάσει τήν χώρα, τόσο ὅτι ἀκόμη ἀντιστέκανε οἱ Ρωμαῖοι καί πολεμούσανε ἄνδρείως. Καί ἐσκλήρυνε πολλά ὁ πόλεμος.
Καί ὁ βασιλεύ, ὡσάν ἔμαθε ὅτι ἐλαβώθη ὁ καπετάνιος καί ἔφυγε, τότε έπήγαινε με άναστενασμόν νά τόν εύρῇ, καί ἐρώτα ποῦ νά τόν εὔρη. Καί οί πολεμιστᾶδες οἱ συντρόφοι του, ἐπολεμούσανε χωρίς καπετάνιο, ἀμμή ἀρχίσανε καί αὐτοί καί ἀφίναν τόν πόλεμον καί ἐφεύγανε. Τότε ἐπήρανε οἱ Τοῦρκοι θάρρος πολύ καί οί Ρωμαῖοι ἐδειλιάσανε πολλά· καί ἐτοῦτα ἐγίνηοαν, διατί ἔφυγε ὁ καπετάνιος, ὁπού ἔκαμνε χρεία νά στέκῃ καί νά πολεμᾶ ἕως νά ἀποθάνῃ εἰς τήν τιμή τοὑ, καί ἤθελε δίδει θάρρος καί τῶν συντρόφων τοὑ, διατί ὅλη ἡ δύναμι τοῦ Τούρκου ἤτονε εἰς ἐκείνην τήν μερέα. Καί οἱ ἐλεεινοί Ρωμαῖοι ἀμμή ἐλιγοστεύανε καί δέν μπορούσανε ν’ ἀντισταθοῦνε εἰσέ τόσο πλῆθος Τούρκων. Καί ἤτονε καί χαλασμένο τό τειχίο ἀπό τίς λουμπάρδες, καλά καί ἤτονε μεταφτειασμένο.
’Από κεῖ ἀνέβη τό πλῆθος τῶν ἐχθρῶν καί ἐσέβαιναν μέσα ὡσάν μία θάλασσα φουσκωμένη ἀπό πολύν ἄνεμον, ὡσάν τό μελίσσι τό ἀμέτρητο, μέ μεγάλην χαράν καί φωνές καί ἀφὠνάζανε· «Νίκη, νίκη !». Καί ἐπολεμούσανε δυνατά διά νά καταβάλουσι τούς Ρωμαίους. Καί ὁ δυστυχισμένος βασιλεύ ὡσάν εἶδε ὅτι δέν εἶχε ὁλπίδα ἀπό τόν καπετάνιο εἶπε μεγάλη τῇ φωνῇ· «Ὦ κακότυχος ἐγώ ! Ἐχάθη ἡ χώρα, ἐχάθη ἡ βασιλεία μου ! Ὦ τύχης ἐναντία ! Σταμάτησε σέ παρακαλῶ, ὦ καπετάνιο Γιουστινιάνε ! Τό δικό σου φυγίο εἶναι ἡ ἀφορμή, ὁπού ἄφησες τόν τόπον σου καί ἐμπήκανε οἱ Τοῦρκοι καί χάνεται ἡ χώρα, ὁπού ἡ λαβωματέα σου δέν ἦτον θανατίσιμη, καί ἀλησμόνησες ἐκεῖνα, ὁπού μοῦ ἔταζες, ὅτι ν’ ἀποθάνης εἰς τό σπαθί σου».
Άμμή ὁ καπετάνιος έφυγε καί έδιάβη εἰς τόν Γαλατᾶ καί ἀπό κεῖ ἐδιάβη εἰς τή Χίο λαβωμένος, καί ὑστέρου ἀπόθανε μέ ἐντροπή.»
Γ. Θ. Ζῶρας, «Χρονικόν περί τῶν Τούρκων σουλτάνων» (κατά τόν Βαρβερινόν ἑλληνικόν κώδικα 111