Παρατίθεται o τελευταίος λόγος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου όπως αναφέρεται από τον Γ. Θ. Ζῶρα, «Χρονικόν περί τῶν Τούρκων σουλτάνων» (κατά τόν Βαρβερινόν ἑλληνικόν κώδικα 111), ἐνθ. ἀν., Εἰσαγωγή, σελ. 9-23.
Ο λόγος βασίζεται στην επιστολή του Λεονάρδου του Χίου στον Πάπα Νικόλαο Ε’ την 16η Αυγούστου 1453.
Ο λόγος που αναφέρεται από τον ψευδο-Σφρατζή στο «Μεγάλον Χρονικόν» εγράφη εκατό χρόνια μετά και περιέχει πολλές ασάφειες και είναι ένα κείμενο σχεδόν εξ’ ολοκλήρου κατασκευασμένο. Ο Γεώργιος Σφρατζής στην πραγματικότητα είχε γράψει ένα κείμενο, το μικρόν «Χρονικόν» με ελάχιστες πληροφορίες για την πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως.
Τότε ἔκραξε ὁ βασιλεύς ὅλους τούς ἄρχοντες καί τούς καπετανέους καί ὅλους τούς ἄνδρες τοῦ πολέμου καί τούς ἐπίλοιπους τῆς χώρας καί εἶπε τούς λόγους ετούτους, λέγοντας:
«Θεωρῶ, ἀδελφοί μου ἄρχοντες καί καπετάνοι καί ἐσεῖς ὁ ἐπίλοιπος λαός, ὁπού καρτεροῦμε τήν ἡμέραν τοῦ πολέμου, ἐσεῖς ὁπού πάντα ἐπολεμᾶτε τούς ἐχθρούς τῶν χριστιανῶν ἀνδρειωμένα, σᾶς ἔναι παραδομένη ἡ πατρίδα σας ἡ εὐγενική, ὁπού ὁ φθονερός Τοῦρκος ὁ σουλτάν Μεχεμέτης, ὁπού ἔχει σήμερα πενήντα δύο ἡμέρες ὁπού μᾶς πολεμᾶ μέρα καί νύκτα. Καί τό περισσότερο, ὁπού εἶναι τά τειχία μας χαλασμένα καί ἐρρίχνασι λιθάρια καί πλῆθος σαΐττες ἁπάνω σας καί ἐσεῖς, μέ τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, τίς ἐμποδίζετε καί τούς ἐρρίχνετε κάτω.
Λοιπόν ἐλπίζω εἰς τόν Θεό καί εἰς τά χέρια σας τά ἀνδρειωμένα μέ τά ἅρματά σας, ὅτι ἐκεῖνο τό πλῆθος τῶν Τουρκῶν, τῶν ἀγρίων καί βαρβάρων, ὁπού τρέχουνε μέ μεγάλες φωνές καί ἀπετοῦσι ἀμέτρητες σαΐττες, οἱ ὁποῖες δέν σᾶς βλάβουνε ποςῶς, διατί ἔχετε ἅρματα σιδερά καί καλά σκουτάρια. Καί διά τοῦτο μή δειλιάσετε, ἀδελφοί μου, ἀπό τους ἐχθρούς · καί κάμει χρεία νά εἶστε θαρσεῖς καί ἀνδρείοι, διατί αὐτοί οἱ ἐχθροί εἶναι ζῶα, καί ἕνας ἄνθρωπος διώχνει πολλά ζῶα. Ὄντως νά τούς ἀποδιώχνετε ὡσάν ζῶα, διατί καί ὁ αὐτός ὁ σουλτάνος ἔκαμε ὡσάν ζῷ ὁπού ἔναι, ὁπού εἴχαμε ἀγάπη μέ ὅρκον καί ἄφησε τόν ὅρκον του καί ἄφησε τήν ἀγάπη καί ἔκαμε ἀμάχη ἄδικη. Καί ἔδραμε ἀπό τήν Ἀνδριανούπολι καί ἔκαμε ὡσάν τό ζῷ καί ἦρθε εἰς τά χωρία μας καί ἐκατάσφαξε τούς χωριάτες μας, ὁπού ἐκατοικούσανε ὄξω εἰς τόν καιρό ὁπού ἐθερίζανε, καί ἐσκλάβωσε πολλούς.
»Καί τώρα πολεμᾷ τήν Πόλι, ὁπού τήν ἔκτισε ὁ μέγας Κωνσταντῖνος καί ἤτονε τέντα καί σκεπός τῆς πατρώας καί βοήθεια τῶν χριστιανῶν καί δύναμι τῶν Ρωμαίων καί τώρα βούλεται νά χαλάσῃ τήν βασιλεία μας καί νά τζαλοπατήσῃ καί τήν ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, νά τήνε κάμῃ στάβλος τῶν ἀλόγων του. Ὦ ἄρχοντες, ὦ καπετάνοι ἀδελφοί μου, ὦ παιδία παλληκάρια τοῦ Χριστοῦ, πασκίσετε καί πολεμήσετε νά κληρονομήσετε τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Καί ἐσεῖς, ὦ ἀδελφοί Γενουβήσοι ἀνδρειωμένοι, ὁπού ἐνικήσετε πολλούς πολέμους καί εἶστε πάντα σας βοηθοί εἰς τήν βασιλείαν τῆς Πόλης, τῆς μητέρας σας, εἰσέ πολλούς πολέμους τῶν Τούρκων καί τούς ἐνικᾶτε.
Ὦ Βενετζάνοι ἀδελφοί, δείξετε τήν ἀνδρεία σας μέ τά σπαθιά σας, ὁπού πολλές βολές ἐχύσετε τό αἷμας τῶν Τούρκων ὁπού θυμοῦμαι ὁ Λουρδάνος, τζιντιλόμος Βενετζάνος, ὁπού ἤτονε καπετάνιος τζενεράλες εἰς τήν ἁρμάδα σας, καί ἐπολέμησε μέ τά κάτεργα τῶν ἐχθρῶν καί τά ἐκαταχάλασε. Λοιπόν καί ἐσεῖς ὁπού εὑρέθητε ἐδῶ, ζωστῆτε τά σπαθιά σας εἰσέ τοῦτον τόν τιμημένον πόλεμον διά νά τιμηθῆτε ἐκ Θεοῦ καί ἀνθρώπων.
Καί ἐσεῖς, ὁ ἐπίλοιπος λαός ὁπού μέλλει νά πολεμήσετε, νά ὑποτάσσεστε τούς καπετανέους σας καί τούς μεγαλύτερους. Καί βάλετε καλά εἰς τό νοῦ σας ὅτι ἐτούτη ἡ μέρα ἔναι ὁπού μέλλει νά τιμηθῆτε, διατί, ἄν ἐσεῖς χάσετε μία στάλα αἷμας, θέλετε λάβει τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου ὁπού εἶναι ἀτελεύτητον.»
Καί ἔσωοε καί ἐτελείωσε ὁ βασιλεύ τήν ὁμιλίαν του. Ἀκόμη εἶπε καί τοῦτο: «Ἐτοιμαστῆτε τήν αὔριον, ὁπού εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ πολέμου».