«ἄρτι δὲ λυσιπόνοιο τιναξαμένη πτερὸν Ὕπνου
ἀντολίης ὤιξε θύρας πολεμητόκος Ἠώς»
Νόννος, Διονυσιακά
Η Ηώς (Ἕως ή Ἀώς στη Δωρική), ήταν καθημερινή πρόδρομος του Ήλιου στον οποίον και άνοιγε κάθε αυγή, με τα ρόδινα χέρια της, τη «Θύρα της Ανατολής». Έπειτα, στεφανοφορούνταν με άνθη που την εφοδίαζαν πτηνά και με πολύπτυχο πέπλο ανέβαινε στο τέθριππο άρμα της ρίχνοντας άνθη και με υδρίες σκορπούσε ροδόσταμο στη Γη, «πρωινή δρόσος», της οποίας οι σταγόνες άστραφταν ως αδάμαντες στις πρώτες ακτίδες του Ήλιου, που την ακολουθούσε.
Αυτό ήταν το καθημερινό έργο της Ηούς, της πανέμορφης αυτής θεότητας την οποία εξύμνησαν αρχαίοι Έλληνες ποιητές και με θαυμασμό περιέγραψαν τα ροδόχροα δάκτυλά της, τον χιονόλευκο λαιμό της, τους θαυμαστούς οφθαλμούς της, το απαστράπτοντα πέπλο της (εικόνα λυκαυγούς) συνοδεύοντας το όνομά της με πλήθος θαυμαστικών επιθέτων ή επιφωνημάτων, όπως φάενναν, βοώπιν, ευπλόκαμον, κροκόπεπλον, λευκόπτερον, ροδόπηχυν (Αιολ: βροδόπαχυν), ροδοστεφή, ροδόσφυρον, ροδοδάκτυλον, χρυσήνιον, χρυσόθρονον, χρυσοπέδιλον κ.ά.
Κόρη του Υπερίωνα (εκείνου που πορεύεται πάνω από τη Γη) και της Ευρυφάεσσας ( η διαχέουσα τη λάμψη της μακριά) και οι συγγένειές της με τον Ήλιο, τη Σελήνη, τον Φαέθοντα, όπως αναφέρει ο Ομηρικός ύμνος:
γῆμε γὰρ Εὐρυφάεσσαν ἀγακλειτὴν Ὑπερίων,
αὐτοκασιγνήτην, ἥ οἱ τέκε κάλλιμα τέκνα,
Ἠῶ τε ῥοδόπηχυν ἐυπλόκαμόν τε Σελήνην
Ἠέλιόν τ᾽ ἀκάμαντ᾽, ἐπιείκελον ἀθανάτοισιν,
ὃς φαίνει θνητοῖσι καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσιν
ἵπποις ἐμβεβαώς.
The Gates of Dawn, Herbert James Draper, 1900