O Αυτοκράτωρ Νικηφόρος Φωκάς όπως απεικονίζεται στην εκκλησία των Φωκάδων, Çavuşin Kilisesi, τον 10ο στην πατρίδα του την Καππαδοκία με στρατιωτική περιβολή· μαζί με τους Ακρίτες Στρατηγούς του Ιωάννη Τζιμισκή, Κουρκούες, Βόρτση.
Ο Νικηφόρος δεν ήταν φτιαγμένος για Αυτοκράτορας μέσα στις ατέλειωτες αίθουσες του Παλατιού της Κωνσταντινούπολης. Σε αντίθεση με τον προκάτοχό του αριστοκρατικό, ψηλόλιγνο Ρωμανό Πορφυρογέννητο. Ήταν μάλλον βραχύς, με αφύσικα πλατύ στέρνο και ώμους, Ηράκλεια δύναμη, σκουρόχρωμος από τον ήλιο της Ανατολίας.
«Ο Βασιλιάς των Ελλήνων είναι μαλλιαρός, φορά χλαμύδα με μακριά μανίκια και γυναικείο μανδύα, είναι ψεύτης, απατεώνας, αδυσώπητος, πονηρή αλεπού, υπερόπτης, ψευδοταπεινόφρων, τσιγκούνης, πλεονέκτης, τρώει σκόρδα, κρεμμύδια και πράσα…»
περιγράφει ο Επίσκοπος Liutprand κατά την δυσάρεστη παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη.
«… ένα τερατούργημα ανθρώπου, ενός πυγμαίου, με το μεγάλο κεφάλι και το μικρά του μάτια. Αηδιαστικός με τα κοντά, μισό-γκρίζα γενειά του. Ντροπή με έναν λαιμό μήκους ίντσας. Με χρώμα ενός Αιθίοπα. Ντυμένος με ένα ένδυμα δαπανηρό, αλλά πολύ παλιό και ξεθωριασμένο από τα έτη. Τολμηρός στη γλώσσα, αλεπού από τη φύση του για απατεωνιές, ένας πανούργος Οδυσσέας.»
Μία Ηφαίστεια παρουσία· και σαν άλλος Ήφαιστος είχε για γυναίκα την πιο όμορφη γυναίκα της εποχής, την Αυτοκράτειρα Θεοφανώ.
Από μικρός διέτρεχε τις πεδιάδες της Καππαδοκίας, τη γη των Φωκάδων, με τον αδελφό του Λέοντα και τους Ακρίτες του υποστατικού. Χιλιόμετρα μέσα στη γη των Σαρακηνών κάνοντας ανταρτοπόλεμο, παρακωλύοντας τα καραβάνια, αρπάζοντας μαχόμενος στο όριο της Αυτοκρατορίας. Κρεβάτι του ήταν το κόκκινο χώμα της Καππαδοκίας, σκέπη του ο ουρανός πάνω από τον Ταύρο.
Στις συμβουλές προς τον επίδοξο αναγνώστη στη «Στρατηγική ἔκθεσις κ’ σύνταξις Νικηφόρου δεσπότου» δεν διατυπώνει θεωρητικές τακτικές. Είναι ο διάλογος ενός στρατιωτή με έναν άλλο, με πρακτικές συμβουλές και πρότυπα δράσης. Επαφίεται στον Στρατηγό και την εμπειρία, όπως ο ίδιος απέκτησε με τους Κουρκούες. Στις μάχες που αήττητος πήρε το όνομα «Λευκός Θάνατος των Σαρακηνών»· όχι γιατί ήταν πιο λευκός από τους Σαρακηνούς στην Ανατολία, αλλά γιατί χλώμιαζαν από τον τρόμο.
Καταγής στο πάτωμα όπου κοιμόταν στο Παλάτι θα δολοφονηθεί από τον Τζιμισκή και τους άλλους συνωμότες που είχε αποπέμψει από αξιώματα. Λέγεται, ότι μπήκαν στο Παλάτι από ένα μικρό λιμανάκι στα τείχη, το άφεγγο βράδυ με τη βοήθεια της Αυτοκράτειρας Θεοφανούς.
«…Αλλά σήκω τώρα Άνακτα,
κίνησε πεζούς, ιππότες, τοξότες,
όλο το στρατό, τις φάλαγγες, τους λόχους.
Μην αποστρέφεις το βλέμμα.
Σπάσε την πέτρα που σε κρατεί
και κατά των θηρίων των εθνών
με μια βροχή λίθων εκμηδένισε.
Δωσ’ μας στήριγμα και βάση άθραυστη.
Και αν δεν αφήσεις την πέτρα έστω για λίγο,
βροντοφώναξε από τη γη κατά του εχθρού –
ίσως να αρκεί να τους σκορπίσει σε φυγή.
Νικηφόρος, νίκησε τους πάντες εκτός από μία γυναίκα.»
2 Σχόλια Προσθέστε το δικό σας