Κλεφτοπούλα

Ποιός είδε ψάρι ‘ς το βουνό και θάλασσα σπαρμένη,
ποιός είδε κόρη λυγερη ‘ς τα κλέφτικα ντυμένη;

Τέσσαρους χρόνους περπατεί μ’ αρματωλούς και κλέφταις,
κανείς και δεν τη γνώρισεν από τη συντροφιά της.

Και μιαν αυγή και μια λαμπρή, μια πίσημον ημέρα
βγήκαν να παίξουν το σπαθί, να ρήξουν το λιθάρι.
Εκόπη τ΄ ασημόκουμπο κ’ εφάνη το βυζί της.

Κανένας δεν τη λόγιασε από τα παλληκάρια,
μα να μικρό κλεφτόπουλο σκυφτό χαμογελά της.

«Τι έχεις, βρε βλάμη, και γελάς, τι έχεις και χαμοβλέπεις;
– Είδα τον ήλιο πόλαμψε κ’ έφεξε το φεγγάρι,
είδα και το βυζάκι σου που είν’ άσπρο σαν το χιόνι.

– Σώπα, μωρέ κλεφτόπουλο, μιλιά μη μολογήσης,
και να σε πάρω ψυχογιό, βαριά να σε πλουτίσω,
για να βαστάς το νταμασκί και το χρυσό τουφέκι.

– Εγώ δε θέλω ψυχογιός, βαριά να με πλουτίσης,
για να βαστώ το νταμασκί και το χρυσό τουφέκι,
μόν’ θέλω σε γυναίκα μου και να με πάρης άντρα.

– Που ειπή το «θέλω», εις εμέ πρέπει και νά ναι άξιος,
νά ναι πρωτοπαλλήκαρο και κλεφτοπολεμάρχος.

– Το ζήτημά σου είναι βαρύ, μα α θέλη ο Θιός θα γίνη,
α θέλη ο Θιός να μ’ αγαπάς, ο πρώτος ούλων είμαι.
Δείξε μου πού ναι οι φωτιαίς, οι σπαθισμοί, τα βόλια,
κ’ εγώ για την αγάπη σου θα πέσω πρώτος ‘ς ούλα.»

Charles Amable Lenoir, «Jeune fille grecque» (Ελληνοπούλα), 1912

46094208_352473488487075_8145996421414256640_n

 

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s