Tο «Ἐπαρχικόν Βιβλίον» ανακάλυψε στη Γενεύη ο Ελβετός επιστήμονας Nicole, στα τέλη του 19ου αιώνα. Ἔλαβε την ονομασία του από τον Έπαρχο της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος ήταν τότε ο ανώτατος διοικητής της πρωτεύουσας, ένα είδος διορισμένου, ισόβιου δήμαρχου, και είχε στη δικαιοδοσία του τον έλεγχο των συντεχνιών της Κωνσταντινούπολης.
Να σημειωθεί ότι κανείς δεν έμπαινε ή έβγαινε από την Κωνσταντινούπολη χωρίς άδεια (papieren bitte). Οι πύλες, τα περάσματα, οι λιμένες. ο Βόσπορος και από τις δύο πλευρές, ήταν φρουρούμενα.
Απόδίδεται στον 10ο αιώνα σίγουρα πριν το 912 και στον Πατριαρχη Φώτιο ή στον Λέοντα ΣΤ΄ Σοφό, ενώ ίσως να επεκτάθηκε από το Νικηφόρο Φωκά.
Διαφωτίζει πολύ την πλευρά αυτής της ζωής της πρωτεύουσας, επειδή πολύ σπάνια μιλάνε γι’ αυτήν οι παλαιότερες πηγές. Αναφέρει τις διάφορες τάξεις των βιοτεχνών και των εμπόρων, δίνοντας μια περιγραφή της εσωτερικής οργάνωσης των συντεχνιών τους, της στάσης του κράτους απέναντί τους.
Ο πίνακας των συλλόγων που αναφέρονται σ’ αυτό το βιβλίο αρχίζει με τον σύλλογο των συμβολαιογράφων (ταβουλλάριοι, tabularii), οι οποίοι έπρεπε, εκτός από τα άλλα, να γνωρίζουν τα 60 βιβλία των «Βασιλικών». Κατόπιν έρχονται οι συντεχνίες των κοσμηματοπωλών (αργυροπράτες), των εμπόρων του μεταξιού (βεστιοπράτες και μεταξοπράτες), των όσων υφαίνουν το μετάξι (σηρικάριοι), των εμπόρων μάλλινων (πρανδιοπράτες) και λινών υφασμάτων (οθονιοπράτες), των κηροποιών (κηρουλάριοι), των σαπωνοποιών (σαπωνοπράτες), των εμπόρων δερμάτινων ειδών και των αρτοποιών (μάγκιποι). Ο πίνακας των εμπόρων που αναφέρει το «Επαρχικό βιβλίο» μιλάει για τους τραπεζίτες (καταλλάκτες) καθώς κι όλους όσους ασχολούνται με διάφορα είδη εμπορίου.
Κάθε σύλλογος απολάμβανε μονοπωλιακά δικαιώματα, ενώ τιμωρούταν αυστηρά κάθε προσπάθεια εξάσκησης δύο συγχρόνως εμπορίων, έστω και αν τα εμπόρια αυτά ήταν όμοια μεταξύ τους.
Οικοδόμοι
Με τον 1ο κανόνα περιγράφονται τα προσόντα και οι αρμοδιότητες των ταβουλαρίων, των αιρετών οργάνων των συντεχνιών και του κυριώτερου αξιωματούχου τους, του πριμηκαρίου.Αναγκαία προϋπόθεση για να είναι κανείς υποψήφιος είναι να κατέχει τόσο τον Πρόχειρο Νόμο όσο και τα Βασιλικά. Η αντιμισθία τους για τη σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου για ποσά 100 ή λιγότερα νομίσματα έφτανε τα δώδεκα κεράτια.
Στον 2ο κανόνα έχουν τη θέση τους οι αργυροπράτες, οι χρυσοχόοι δηλαδή, οι οποίοι δεν επιτρέπεται να να μετατρεπουν χρυσό ή ασημένια νομίσματα σε οικιακά σκεύη ή κοσμήματα, ενω τους επιτρέπεται να μετατρέπουν λίτρες χρυσού που δεν έχουν γίνει νομίσματα.
Στον 3ο κανόνα οι τραπεζίτες δίνεται η εντολή να μην επιτρέπεται να νοθεύουν τα αυτοκρατορικά νομίσματα ενώ θα πρέπει να αποκαλύπτουν όσους επιχειρούν να τους τα προμηθέυσουν.
Στους κανόνες 4 έως 8 αναφέρονται ρυθμίσεις σχετικά με το εμπόριο των μεταξωτών: δεν επιτρέπεται η πώληση ακατέργαστου μεταξιού και πορφύρας από τους βεστιοπρατες σε αλλοδαπούς,εκτός αν ήταν προορισμένα για εξωτερικό εμπόριο. Για όσους πωλούσαν μετάξι σε Εβραίους εμπόρους ή σε εμπόρους οι οποίοι θα το μεταπωλούσαν έξω από τη βυζαντινή πρωτεύουσα θα τιμωρουνταν με μαστίγωση ή και κούρεμα. Τέλος οι σκρικάριοι οι οποίοι δεν τηρούσαν τους προβλεπόμενους περιορισμούς στη χρήση ορισμένων χρωμάτων, όπως το καταπερσίκιο (ροδακινί απόχρωση).
Οι ‘οθωνιοπράτες ή αργυραμοιβοί, σύμφωνα με τον 9ο κανόνα, έπρεπε να καταθέτουν από ένα ποσό και πάνω τα χρήματα που διαχειρίζονταν στους τραπεζίτες.
Οι έμποροι καλλυντικών και οι αρωματοποιοί,οι οποίοι στον 10ο κανόνα λέγονται μυρεψοί.ήταν υπεύθυνοι για τον έλεγχο των πρώτων υλών τους.Οι πάγκοι του έπρεπε να βρίσκονται σε συγκεκριμένα σημεία της πρωτεύουσας, επί τη Χάλκη στοιχηδόν ιστάμενα μέχρι του Μιλίου Αν ασκούσαν σαλδαμαρική ή άλλη εμπορία τιμωρούνταν.Οι Χαλδαίοι και Τραπεζούντιοι έμποροι μυρεψικών προϊόντων οι οποίοι παρέμεναν πάνω από τρεις μήνες στην πρωτεύουσα ήταν ύποπτοι για αισχροκέρδια θα τιμωρούνταν με ξυλοδαρμό κούρεμα και εξορία.
Οι κηρουλάριοι του 11ου κανόνα δεν έπρεπε να νοθεύουν το κερί που εμπορεύονταν.Αν απέκρυπταν το λάδι τιμωρούνταν με σωματικές ποινές και κατάσχεση.
Οι σαπωνοπράται αν κατασκεύαζαν σαπούνι εκ στέατος ζώων την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής ή άλλης νηστείας μαστιγώνονταν, κουρεύονταν και αποβάλλονταν από τη συντεχνία τους. Αυτό δεν συνδεόταν με την ποιότητα του σαπουνιού αλλά την αποφυγή αθέλητου μιασμού κατά τις περιόδους νηστείας. Και ο 12ος κανόνας στους οποίους αναφέρεται συνεχίζει με την δυνατότητα κατόπιν αδείας του επάρχου να εκπαιδέυουν νέα μέλη της συντεχνίας τους.
Οι σαλδαμάριοι ή παντοπώλες,κατά τον 13ο κανόνα, μπορούσαν να πωλούν όπου ήθελαν τα προϊόντα τους ενώ μπορούσαν να τιμωρηθούν με χρηματικό πρόστιμο αν υπερέβαιναν το κέρδος των δύο μιλιαρέσιων (4 κεράτια). Επίσης αν εμπορεύονταν προϊόντα άλλων εμπόρων, δηλαδή σαπούνι, λινά υφάσματα, αρώματα,κρασί,νωπό κρέας, τιμωρούνταν με κούρεμα,ξυλοδαρμό και εξορία.
Στον 14ο κανόνα οι λωροτόμοι ή σαγματοποιοί τροφοδοτούσαν αποκλειστικά τον αυτοκράτορα.
Ο 15ος κανόνας αφορούσε τους μακελάριους οι οποίοι έπρεπε να πωλούν αποκλειστικά μοσχαρίσιο και αρνισιο κρέας.
Ο 16ος κανόνας μιλάει για τους εμπόρους χοιρινού κρέατος. Τιμωρούνταν με ξυλοδαρμό αν απέκρυπταν το κρέας των χοίρων που είχαν σφάξει.
Ο 17ος κανόνας έλεγε πως οι ιχθυέμποροι δεν επιτρεπόταν να ψαρεύουν οι ίδιοι αλλά να προμηθεύονται το εμπόρευμά τους από τους ψαράδες στους γυαλούς ή στα ψαροκάϊκα. Επίσης έπρεπε να αναφέρουν την ποσότητα λευκών ψαριών που είχαν αγοράσει την προηγούμενη μέρα στον Έπαρχο. Καθορίζονταν επίσης τούψος του νόμιμου κέρδους τους: δύο φόλλεις ανά νόμισμα.
Στον 18ο κανόνα οι αρτοποιοί και τα ζώα που είχαν για τη μεταφορά των προϊόντων τους ήταν απαλλαγμένα από αγγαρείες. Τρία κεράτια οριζόταν το ύψος του νόμιμου κέρδους τους. Επίσης τα αρτοποιία δεν έπρεπε να βρίσκονται πλησίον κατοικιών για λόγους ασφαλείας (αποφυγή πρόκλησης πυρκαγιάς)
Το ωράριο λειτουργίας των καπηλειών τις Κυριακές και τις λοιπές αργίες καθορίζει ο 19ος κανόνας: 1μ.μ έως 1 π.μ.
Στον 20ο κανόνα αναφέρεται ο λεγετάριος και τα καθήκοντά του, δηλαδή η αποτροπή και ο έλεγχος εξόδου κάθε προϊόντος απαγορευμένου προς εξαγωγή από την βυζαντινή πρωτεύουσα.
Στον προτελευταίο και 21ο κανόνα οι ασχολούμενοι με το εμπόριο των ζώων βόθροι περιορίζονταν σε συγκεκριμένες περιοχές για τις συναλλαγές τους. Αν κάποιος αγόραζε ελαττωματικό ζώο μπορούσε να αποζημιωθεί εντός έξι μηνών από την ημέρα αγοράς του ζώου με την επιστροφή του τιμήματος. Μετά από το χρονικό αυτό διάστημα η αποζημίωση μειωνόταν.
Στον τελευταίο, 22ο κανόνα, οι διάφοροι εργολάβοι έπρεπε να καταβάλουν εγγύηση κατά τη σύνταξη της σύμβασης έργου που συνήπταν και δεν ξεκινούσαν τις εργασίες τους χωρίς αυτήν την καταβολή του αρραβώνα. Αν ο εργολάβος δεν ολοκλήρωνε την αναληφθείσα από αυτόν εργασία έχανε τον αρραβώνα (εγγύηση) και τα ποσά που είχε δώσει, ενώ ο Έπαρχος μπορούσε να τον κουρέψει ή να το εξορίσει. Οι παρεξηγήσεις των όρων των συμβολαίων των εργολάβων και των πελατών τους λύνονταν με διαιτησία του Επάρχου. Οι οικοδόμοι έπρεπε να είναι ειδικοί για το αντικείμενό τους και αν εντός δέκα ετών από την κατασκευή που είχαν κάνει καταστρεφόταν όχι από θεομηνία έπρεπε να την ξανακτίσουν με δικά τους υλικά δωρέαν.
Κατασκευή πλίνθων
http://constantinople.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaId=10835
https://el.wikipedia.org/wiki/Επαρχικόν_Βιβλίον
http://byzantin-history.blogspot.com/2011/05/10_10.html